- κολοβομάχη
- κολοβομάχη και κολοβομαχία, ἡ (Α)(ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο-μαχία, πεζο-μαχία].
Dictionary of Greek. 2013.